- απροσδεικτος
- ἀπρόσδεικτοςἀ-πρόσδεικτος2неуказуемый, т.е. недосягаемо высокий
(πέτρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπρόσδεικτος — not to be pointed out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιόφρων — οἰόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ πιὰς πέτρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονό φρων] … Dictionary of Greek